προθεσμία

προθεσμία
προθεσμία, ας, ἡ (Lysias, Pla.+; ins [e.g. IG V/1, 550, 12; also the ins in JZingerle, Hlg. Recht: JÖAI 23, 1926, col. 23f οὐκ ἐτήρησε τὴν προθεσμίαν τῆς θεοῦ]; pap [e.g. POxy 2732, 19: 154 A.D.; 2754, 6: III A.D. πάλαι τοῦ διαλογισμοῦ τὴν προθεσμίαν εἰδότες=having known long ago the time fixed for the circuit court]; Sym.; Philo; Jos., Bell. 2, 633, Ant. 12, 201. Loanw. in rabb.—Subst. fem. of προθέσμιος, α, ον; ἡμέρα is to be supplied) a point of time set in advance, appointed day, fixed/limited time, of the day when a son reaches his majority ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός until the time set by the father Gal 4:2. It is uncertain whether Paul is referring here to certain legal measures which gave the father the right to fix the date when his son would come of age, or whether he is rounding out his comparison w. details that occur to him at the moment, as he so oft. does (though there was a προθεσμία τοῦ πατρός for the coming of age of humankind in general; the parallel phrase, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, vs. 4 is used oft. in the pap of contractual termination; see s.v. πληρόω 2).—DELG s.v. τίθημι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προθεσμία — προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμίᾳ — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… …   Dictionary of Greek

  • προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθεσμίας — προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem acc pl προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem gen sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem acc pl προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμίαι — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμίαν — προθεσμίᾱν , προθέσμιος fem acc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱν , προθεσμία day appointed beforehand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Професмия —    • Προθεσμία,          см. Iudicium, Судопроизводство, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • προθεσμιῶν — προθεσμία day appointed beforehand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”